- καταρρίψαντες
- καταρρί̱ψαντες , καταρρίπτωthrow downaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταρρίπτω — (AM καταρρίπτω και καταρίπτω, Α και καταρριπτέω) 1. ρίχνω κάτω 2. γκρεμίζω νεοελλ. 1. ακυρώνω κάτι που ίσχυε, ανατρέπω, ανασκευάζω («κατέρριψε τα επιχειρήματα τού αντιδίκου ένα προς ένα») 2. υπερβάλλω, ξεπερνώ κάποιον σε αγώνα («κατέρριψε το… … Dictionary of Greek